-
1 παράβασις
A going aside, escape,παραίβασις ἔσσετ' ὀλέθρου A.R.4.832
; deviation, v.l. in Arist.Pol. 1307b33, cf. Plu. 2.649b (pl.); digression, Str.1.2.2, Longin.12.5 (pl.).2 of the action of walking,π. καὶ παράλλαξις σκελῶν Plu.Phil.6
.3 transition, passage, Demetr.Lac.Herc.1012.31.II overstepping,ὅρων Plu.2.122e
;ἔθους Str.12.8.9
;τοῦ πατρίου νόμου J.AJ18.8.2
;τῶν δικαίων παραβάσεις Plu.Comp.Ages.Pomp.1
: abs., transgression, LXX 4 Ki.2.24, Ep.Gal.3.19, Plu.2.209a, 746c, etc.; error, illusion, Epicur. Nat.11.7; cf. παραβασία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράβασις
См. также в других словарях:
παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… … Dictionary of Greek